Αμερικανοί επιστήμονες ανακάλυψαν ένα γονίδιο που φαίνεται να παίζει καθοριστικό ρόλο στην εμφάνιση της κατάθλιψης, ένα εύρημα που μπορεί να οδηγήσει σε νέα αντικαταθλιπτικά φάρμακα για αυτή την ευρέως διαδεδομένη ψυχική διαταραχή.
Οι ερευνητές του πανεπιστημίου Γέιλ, υπό τον καθηγητή ψυχιατρικής και φαρμακολογίας Ρόναλντ Ντούμαν, παρουσίασαν την ανακάλυψή τους στο ιατρικό περιοδικό “Nature Medicine”, σύμφωνα με το Γαλλικό Πρακτορείο.
Το γονίδιο με την ονομασία ΜΚΡ-1 εντοπίστηκε μετά τη σύγκριση του DNA 21 καταθλιπτικών ατόμων με τον γενετικό κώδικα 18 υγιών ατόμων. Το συγκεκριμένο γονίδιο παίζει το ρόλο «διακόπτη» για μια σειρά από χημικές ουσίες στον εγκέφαλο, που αποκαλούνται ΜΑΡΚ και οι οποίες είναι ζωτικές για την επιβίωση και την καλή λειτουργία των νευρώνων, δηλαδή των εγκεφαλικών κυττάρων. Το γονίδιο μπορεί να απενεργοποιήσει αυτή την μοριακή «οδό», με συνέπεια τη δυσλειτουργία των νευρώνων και πιθανώς την κατάθλιψη.
«Το γονίδιο αυτό μπορεί να αποτελεί την κυρίαρχη αιτία ή έστω ένα σημαντικό αιτιολογικό παράγοντα στη δημιουργία ανωμαλιών που οδηγούν στην κατάθλιψη», δήλωσε ο υπεύθυνος της έρευνας.
Οι ερευνητές έκαναν πειράματα με ποντίκια και διαπίστωσαν ότι σε όσα είχε απενεργοποιηθεί το γονίδιο ΜΚΡ-1, επιδείκνυαν μεγάλη αντοχή στο στρες, ενώ αντίθετα όσα πειραματόζωα είχαν το γονίδιο ενεργοποιημένο και υποβάλλονταν σε καταστάσεις στρες, εμφάνιζαν συμπτώματα τύπου κατάθλιψης, τα οποία στη συνέχεια αμβλύνονταν με την χορήγηση αντικαταθλιπτικών φαρμάκων.
Η κατάθλιψη, όπως και άλλες ψυχικές-νοητικές παθήσεις, θεωρείται ότι δεν έχει μία μόνο, αλλά πολλαπλές αιτίες, συμπεριλαμβανομένων των γενετικών, καθώς τα συμπτώματά της ποικίλουν πολύ από άνθρωπο σε άνθρωπο. Περίπου το 40% των ατόμων με κατάθλιψη δεν αντιδρούν άμεσα στα υπάρχοντα αντικαταθλιπτικά φάρμακα, τα οποία κυρίως αποσκοπούν στην αύξηση της ποσότητας της χημικής ουσίας (νευροδιαβιβαστή) σεροτονίνης στον εγκέφαλο, με συνέπεια να χρειάζονται εβδομάδες ή και μήνες μέχρι να υπάρξει θεραπευτική ανταπόκριση στο φάρμακο.
Η ανακάλυψη ενός γονιδίου που εμπλέκεται στην κατάθλιψη, σύμφωνα με τους ερευνητές, μπορεί να οδηγήσει στην ανάπτυξη φαρμάκων που θα είναι πιο αποτελεσματικά, κυρίως σε όσους ασθενείς δεν αντιδρούν καλά στα υπάρχοντα αντικαταθλιπτικά.
Οι ερευνητές του πανεπιστημίου Γέιλ, υπό τον καθηγητή ψυχιατρικής και φαρμακολογίας Ρόναλντ Ντούμαν, παρουσίασαν την ανακάλυψή τους στο ιατρικό περιοδικό “Nature Medicine”, σύμφωνα με το Γαλλικό Πρακτορείο.
Το γονίδιο με την ονομασία ΜΚΡ-1 εντοπίστηκε μετά τη σύγκριση του DNA 21 καταθλιπτικών ατόμων με τον γενετικό κώδικα 18 υγιών ατόμων. Το συγκεκριμένο γονίδιο παίζει το ρόλο «διακόπτη» για μια σειρά από χημικές ουσίες στον εγκέφαλο, που αποκαλούνται ΜΑΡΚ και οι οποίες είναι ζωτικές για την επιβίωση και την καλή λειτουργία των νευρώνων, δηλαδή των εγκεφαλικών κυττάρων. Το γονίδιο μπορεί να απενεργοποιήσει αυτή την μοριακή «οδό», με συνέπεια τη δυσλειτουργία των νευρώνων και πιθανώς την κατάθλιψη.
«Το γονίδιο αυτό μπορεί να αποτελεί την κυρίαρχη αιτία ή έστω ένα σημαντικό αιτιολογικό παράγοντα στη δημιουργία ανωμαλιών που οδηγούν στην κατάθλιψη», δήλωσε ο υπεύθυνος της έρευνας.
Οι ερευνητές έκαναν πειράματα με ποντίκια και διαπίστωσαν ότι σε όσα είχε απενεργοποιηθεί το γονίδιο ΜΚΡ-1, επιδείκνυαν μεγάλη αντοχή στο στρες, ενώ αντίθετα όσα πειραματόζωα είχαν το γονίδιο ενεργοποιημένο και υποβάλλονταν σε καταστάσεις στρες, εμφάνιζαν συμπτώματα τύπου κατάθλιψης, τα οποία στη συνέχεια αμβλύνονταν με την χορήγηση αντικαταθλιπτικών φαρμάκων.
Η κατάθλιψη, όπως και άλλες ψυχικές-νοητικές παθήσεις, θεωρείται ότι δεν έχει μία μόνο, αλλά πολλαπλές αιτίες, συμπεριλαμβανομένων των γενετικών, καθώς τα συμπτώματά της ποικίλουν πολύ από άνθρωπο σε άνθρωπο. Περίπου το 40% των ατόμων με κατάθλιψη δεν αντιδρούν άμεσα στα υπάρχοντα αντικαταθλιπτικά φάρμακα, τα οποία κυρίως αποσκοπούν στην αύξηση της ποσότητας της χημικής ουσίας (νευροδιαβιβαστή) σεροτονίνης στον εγκέφαλο, με συνέπεια να χρειάζονται εβδομάδες ή και μήνες μέχρι να υπάρξει θεραπευτική ανταπόκριση στο φάρμακο.
Η ανακάλυψη ενός γονιδίου που εμπλέκεται στην κατάθλιψη, σύμφωνα με τους ερευνητές, μπορεί να οδηγήσει στην ανάπτυξη φαρμάκων που θα είναι πιο αποτελεσματικά, κυρίως σε όσους ασθενείς δεν αντιδρούν καλά στα υπάρχοντα αντικαταθλιπτικά.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου