Τετάρτη 6 Ιουλίου 2011

ΟΤΑΝ ΣΚΟΤΩΝΕΙΣ ΜΙΑ ΠΕΤΑΛΟΥΔΑ


Μια φορά και έναν καιρό ήταν μια πανέμορφη, πολύχρωμη, παιχνιδιάρα πεταλουδίτσα, που πέταγε από λουλουδάκι σε λουλουδάκι και ως θεόσταλτο στολιδάκι, ομόρφαινε κάθε γωνιά και σημείο που ξαπόσταινε για να ονειρευτεί.

Ναι, ήταν αλήθεια. Μπορούσε να ονειρευτεί, όνειρα που όμοια κανένα πλάσμα πάνω στην γη δεν μπορούσε να κάνει. Απόδειξη ότι ονειρευόταν κόσμους και τόπους μαγικούς και εξωτικούς, ήταν ότι άλλαζε χρώματα στην στιγμή, κάθε φόρα που φανταζόταν. Λουζόταν με χρώματα και χιλιάδες αποχρώσεις που έκαναν τα γύρω πλάσματα να μην μπορούν να πάρουν τα μάτια τους από πάνω της, θαυμάζοντας την απόκοσμη ομορφιά και ευγνωμονώντας για την θεόσταλτη εικόνα.

Κάθε πρωινό που η πεταλουδίτσα άνοιγε τα εύθραστα και ντελικάτα φτερά της για να πετάξει και να καλημερήσει όλη τη πλάση, ένα χαρμόσυνο μήνυμα έφθανε στις καρδιές όλων. Ήταν άλλη μια χρωματιστή και ελπιδοφόρα μέρα. Άλλη μια μέρα με όνειρα, που μόνο η πεταλουδίτσα μπορούσε να κάνει και να μεταδόσει στους άλλους, χαρίζοντάς τους απλόχερα το θεσπέσιο δώρο της.

Στη φίλη μας όμως, το χάρισμα να ονειρεύεται και να μοιράζει το χρώμα της στους γύρω της, της δημιουργούσε και αντίρροπες δυνάμεις. Κάθε φορά τα φτερά της γίνονταν όλο και πιο βαριά, όλο και πιο δυσκαμπτα, για να μπορέσει να παράγει και να λούζει όλο και με περισσότερο χρώμα άρα και ελπίδα, τα πλάσματα του τόπου της, που η ανάγκη τους την απομιζούσε. Αυτό, λογικό ήταν την βάραινε πολύ,  για αυτό πετούσε χαμηλά και προσεκτικά, προσπαθώντας να φθάσει κάθε φορά στο προορισμό της και να την δουν όλο και περισσότεροι, όλο και καλύτερα. Αν και κόπιαζε, ωστόσο συνέχιζε ασταμάτητα να μοιράζει αισιοδοξία.

Τα χρόνια πέρναγαν και έτρεχαν, όπως τα σύννεφα τρέχουν στον γαλανό ουρανό, όπως τα κύματα στο απέραντο πέλαγος, όπως οι σκέψεις μας στο άπιαστο παρόν. Και τότε ήρθε η μέρα, που κανείς δεν ευχόταν, που κανείς δεν πίστευε ότι θα υπάρξει. Ένας εφιάλτης που ήταν ζωντανός. Η πεταλουδίτσα έπεσε στην γη.

Η πτώση της ήταν σφορδή, τραγική και αναπόφευκτη. Είχε χτυπήσει βαριά, θανάσιμα, μα κανείς δεν ήθελε να το πιστέψει. Η ευτυχία τους, η χαρά τους, η αισιοδοξία τους, σιγά σιγά έσβηνε μαζί με το χρώμα της ζωής τους.  Η πεταλουδίτσα ξεψυχούσε και κανείς δεν μπορούσε να κάνει τίποτα. Τότε κάτι ψέλλησε η πεταλουδίτσα, ως σαν προοικονομία.

<< Αχ, αδέρφια μου, δεν μπόρεσα. Δεν άντεξα το φορτίο πια. Έκανα τόσα πολλά όνειρα για να σας χαρίσω ελπίδα, που δεν άντεξα πια. Διάλεξα να μην σταματήσω να ονειρεύομαι παρά το αβάσταχτο βάρος, για να μην παύσετε να αισιοδοξείτε, για να συνεχίσετε να ζείτε με χαρά, με χρώμα, αλλά δεν είχα πια τις δυνάμεις. Κάθε μέρα έπρεπε να καταβάλλω περισσότερη προσπάθεια για να σας ευχαριστώ. Συγχωρέστε με, συγγνώμη για την θλίψη που σας γέμισα. Σας υπόσχομαι ότι γρήγορα με την έλλειψή μου, θα αντιληφθείτε την δική σας μοίρα καλύτερα και θα νιώσετε την σκοπιμότητα της ύπαρξή σας. Γρήγορα θα εξελιχθείτε και το θαύμα θα γίνει. Θα γίνει όμως μετά από πολύ πόνο, αλλά είναι νομοτέλεια, θα γίνει.>>

Τότε όλοι έκλαψαν και θρήνησαν την απώλεια. Πόνεσαν και ένιωσαν αβοήθητοι και κατάλαβαν, ότι τίποτα δεν είναι αυτονόητο. Όλοι νόμιζαν ότι η πεταλουδίτσα ήταν άτρωτη και ότι για πάντα θα τους τάιζε με το χρώμα της. Κατάλαβαν ότι είχαν ευθύνη για το χαμό της, διότι φάνηκαν αχάριστοι στο θείο δώρο της παρουσίας της, αφού δεν πήραν λίγο από το βάρος της για να την ξεκουράσουν, αντιθέτως η καθημερινότητά τους και η ρουτίνα τους, γινόταν όλο και πιο επίπονη για εκείνη. Συνειδητοποίησαν ότι δεν μπορεί μόνο ένα πλάσμα, όσο ξεχωριστό και αν είναι να σηκώνει τα όνειρα τόσο πολλών.

Ήταν αργά όμως. Η φύση είναι σκληρή, όσο και τρυφερή και χρειάζεται χρόνος για να ξαναγεννηθεί ένα τέτοιο πλάσμα. Χρειάζεται ομαδική συνείδηση για να γεννηθεί ένας τέτοιος ήρωας. Πρέπει να περάσουν επίπονα στάδια, με πολύ θλίψη και δάκρυ για να έρθουν οι ένδοξοι καιροί.

Έτσι τα πλάσματα, για πολλά χρόνια έζησαν δίχως χρώμα, μέσα στο μαύρο. Έζησαν δίχως όνειρα, μέσα στο μαύρο. Έζησαν δίχως νόημα, μέσα στο μαύρο. Μέχρι που γίνανε ποταπές κάμπιες και σέρνονταν δίχως να μπορούν να κοιτάξουν ψηλά ξανά. Μέχρι που γίνανε γλοιώδη ζωήφυα. Μέχρι που έρποταν πολεμόντας και άλλοι παρακαλόντας για μια ακτίδα φωτός, για λίγο χρώμα.

ΤΌΤΕ,  ΜΕΤΑ ΑΠΌ ΤΗΝ ΘΛΙΨΗ, ΤΟΝ ΠΟΝΟ, ΤΟΝ ΕΞΕΥΤΕΛΙΣΜΟ ΚΑΙ ΤΗΝ ΣΥΝΕΙΔΗΤΟΠΟΙΗΣΗ ΤΗΣ ΦΥΣΗΣ ΤΟΥΣ, ΜΙΑ ΑΠΟ ΑΥΤΕΣ ΤΙΣ ΚΑΜΠΙΕΣ, ΑΠΡΟΣΜΕΝΑ ΕΓΙΝΕ ΚΟΥΚΟΥΛΙ ΚΑΙ ΟΛΟΙ ΠΗΓΑΝ ΚΟΝΤΑ ΝΑ ΔΟΥΝ ΤΟ ΠΕΡΙΕΡΓΟ ΦΑΙΝΟΜΕΝΟ.

ΜΕΤΑ ΑΠΟ ΛΙΓΟ, ΤΟ ΚΟΥΚΟΥΛΙ ΑΝΟΙΞΕ ΚΑΙ ΑΞΑΦΝΑ Η ΠΕΤΑΛΟΥΔΙΤΣΑ ΗΡΘΕ ΠΑΛΙ ΣΤΟΝ ΚΟΣΜΟ ΜΑΣ. ΟΛΟΙ ΘΥΜΗΘΗΚΑΝ ΤΗΝ ΥΠΌΣΧΕΣΗ ΤΗΣ ΠΕΤΑΛΟΥΔΙΤΣΑΣ.
ΣΤΗΝ ΣΤΙΓΜΗ ΚΑΙ ΑΛΛΗ ΚΑΜΠΙΑ ΚΑΙ ΑΛΛΗ ΚΑΙ ΑΛΛΗ ΕΦΤΙΑΧΝΕ ΚΟΥΚΟΥΛΙ ΚΑΙ ΜΕΤΑΜΟΡΦΩΝΟΤΑΝ ΣΕ ΠΛΑΣΜΑ ΤΩΝ ΟΝΕΙΡΩΝ. ΠΟΛΛΕΣ ΠΙΑ ΟΙ ΠΕΤΑΛΟΥΔΙΤΣΕΣ. ΠΟΛΛΕΣ ΚΑΙ ΙΚΑΝΕΣ ΝΑ ΣΗΚΩΣΟΥΝ ΤΟ ΒΑΡΟΣ ΠΟΛΛΩΝ, ΑΛΛΑ ΠΙΑ ΔΕΝ ΧΡΕΙΑΖΕΤΑΙ ΔΙΟΤΙ ΤΩΡΑ ΠΙΑ ΥΠΑΡΧΟΥΝ ΜΟΝΟ ΠΕΤΑΛΟΥΔΙΤΣΕΣ, ΠΟΥ ΟΝΕΙΡΕΥΟΝΤΑΙ ΚΑΙ ΧΑΡΙΖΟΥΝ ΧΡΩΜΑ ΣΤΗΝ ΠΛΑΣΗ.

ΟΙ ΗΡΩΕΣ ΓΕΝΝΙΟΥΝΤΑΙ ΣΗΜΕΡΑ ΜΕΤΑ ΑΠΟ ΠΟΛΥ ΠΟΝΟ, ΜΕΤΑ ΑΠΟ ΟΔΥΝΕΣ ΤΟΚΕΤΟΥ ΚΑΙ ΧΑΡΑΣ ΕΥΝΟΥΧΙΣΜΟΥ. ΟΤΑΝ ΓΙΝΟΥΝ ΠΟΛΛΟΙ ΚΑΙ ΠΟΛΛΕΣ ΤΟΤΕ ΘΑ ΣΗΚΩΣΟΥΝ ΤΟ ΒΑΡΟΣ ΚΑΘΕ ΑΝΕΝΕΡΓΟΥ ΚΑΙ ΑΝΕΥΘΥΝΟΥ, ΑΛΛΑ ΤΟΤΕ ΟΛΟΙ ΜΑΣ ΘΑ ΠΡΕΠΕΙ ΝΑ ΔΡΑΣΟΥΜΕ ΣΑΝ ΗΡΩΕΣ, ΩΣ ΕΤΟΙΜΟΙ ΑΠΟ ΚΑΙΡΟ. ΔΕΝ ΜΠΟΡΕΙ ΕΝΑΣ ΝΑ ΣΗΚΩΣΕΙ ΤΑ ΟΝΕΙΡΑ ΠΟΛΛΩΝ. ΟΝΕΙΡΕΥΤΕΊΤΕ ΓΙΑ ΝΑ ΒΓΑΛΟΥΜΕ ΗΡΩΕΣ.

Ο ΠΟΝΟΣ ΠΟΥ ΜΑΣ ΠΡΟΣΦΕΡΟΥΝ ΑΠΛΟΧΕΡΑ ΟΙ ΑΡΧΗΓΟΙ ΤΗΣ ΦΥΛΗΣ, ΔΙΧΩΣ ΝΑ ΚΑΤΑΝΟΟΥΝ ΤΗΝ ΑΝΘΡΩΠΙΝΗ ΦΥΣΗ ΤΟΥΣ ΚΑΙ ΒΛΕΠΟΝΤΑΣ ΜΑΣ ΜΟΝΑΧΑ ΣΑΝ ΑΡΙΘΜΟΥΣ, ΓΙΑ ΤΙΣ ΑΦΑΙΡΕΣΕΙΣ ΤΟΥΣ, ΝΑ ΓΙΝΕΙ ΣΗΜΕΡΑ Η ΕΥΚΑΙΡΙΑ ΜΑΣ ΝΑ ΠΕΡΑΣΟΥΜΕ ΣΤΟ ΕΠΟΜΕΝΟ ΣΤΑΔΙΟ, ΣΤΟ ΣΤΑΔΙΟ ΤΗΣ ΑΝΑΓΕΝΝΗΣΗΣ ΤΩΝ ΟΝΕΙΡΩΝ ΜΑΣ ΚΑΙ ΝΑ ΠΑΡΟΥΜΕ ΑΥΤΑ ΠΟΥ ΜΑΣ ΑΝΗΚΟΥΝ. ΝΑ ΠΑΡΟΥΜΕ ΠΙΣΩ ΤΙΣ ΖΩΕΣ ΜΑΣ ΓΙΑΤΙ ΜΑΣ ΑΝΗΚΟΥΝ. ΤΑ ΠΑΝΤΑ ΦΤΙΑΧΤΗΚΑΝ ΑΠΟ ΕΜΑΣ ΚΑΙ ΓΙΑ ΕΜΑΣ. ΗΡΘΕ Η ΩΡΑ ΜΑΣ ΚΑΙ ΤΟ ΠΟΤΑΜΙ ΔΕΝ ΓΥΡΙΖΕΙ ΠΙΣΩ. ΕΙΝΑΙ ΝΟΜΟΣ ΣΥΜΠΑΝΤΙΚΟΣ.



γράφτηκε από τον Κ.ΤΖ μια νύκτα που ονειρεύτηκε, ότι και εσύ ονειρεύτηκες